χειρομαντεία

χειρομαντεία
Όπως και οι λαοί της Άπω και Εγγύς Ανατολής, οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη χ. για την πρόγνωση του μελλοντικού προσώπου ενός ατόμου. Ο Αριστοτέλης βρήκε πραγματεία περί χ. σε ένα βωμό του Ερμή, γραμμένη με χρυσά γράμματα και τη χάρισε στον Αλέξανδρο. Βραδύτερα, η πραγματεία αυτή μεταφράστηκε στα λατινικά από τον Ιωάννη Ισπανό και διαδόθηκε στους Ρωμαίους, που τη χρησιμοποίησαν πολύ, ιδίως στα αυτοκρατορικά χρόνια.
* * *
η, Ν
μαντεία για τον χαρακτήρα και την τύχη ενός προσώπου, με παρατήρηση τών γραμμών τής παλάμης τού χεριού του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • хиромантия — рукогадание (по чертам, складкам на ладони), наука обирать легковерных Ср. Chiromancie (ki). Ср. Chiromantia от χειρομαντεία (χείρ, рука μάντις, предсказатель) хиромантия …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Хиромантия — Хиромантія рукогаданіе (по чертамъ, складкамъ на ладони) наука обирать легковѣрныхъ. Ср. Chiromancie (ki). Ср. Chiromantia отъ χειρομαντεία (χείρ, рука μάντις, предсказатель) хиромантія …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • руковолошвение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (χειρομάντεια) гаданье, ворожба по руке, хиромантия. Прав.… …   Словарь церковнославянского языка

  • Quiromancia — (Del gr. kheir, mano + manteia , adivinación.) ► sustantivo femenino OCULTISMO Adivinación por medio de la interpretación de las líneas y otras señales de las manos. TAMBIÉN quiromancía * * * quiromancia o, menos frec., quiromancía (del gr.… …   Enciclopedia Universal

  • υποκλώ — άω, ΜΑ μτφ. κάμπτω, λυγίζω λίγο («τὰς ψυχὰς ὑποκλωμένους», Ιώσ.) αρχ. 1. θραύω, σπάζω από κάτω 2. (στην χειρομαντεία) περιβάλλω, περικλείω με καμπύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κλῶ «σπάζω»] …   Dictionary of Greek

  • χειρογνωμονική — και εσφ. τ. χειρογνωμική, η, Ν η χειρομαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + γνώμονας (< γιγνώσκω) + κατάλ. ικός. Η λ., στον εσφ. τ. χειρογνωμική, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • χειρομάντης — ο, θηλ. χειρομάντισσα, Ν αυτός που ασκεί χειρομαντεία, που προλέγει το μέλλον κάποιου παρατηρώντας τις γραμμές τής παλάμης τού χεριού του. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάντης] …   Dictionary of Greek

  • χειροσκοπία — η / χειροσκοπία, ΝΜ, και χεροσκοπία Ν [χειροσκόπος] η χειρομαντεία …   Dictionary of Greek

  • ՁԵՌՆԱԳԻՏԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0151 Chronological Sequence: 6c գ. ՁԵՌՆԱԳԻՏԱԿԱՆՆ. Ըստ յն. Ձեռնագիտական, կամ ձեռնահմայութիւն. χειροσκοπή, χειρομαντεία divinatio ex inspectione manuum. Արհեստ կամ գուշակական հմայութիւն՝ դիտելով զգիծս եւ զգիրս ձեռաց. *Հմայականին մասունք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • quiromancia — o quiromancía (Del gr. χειρομαντεία). f. Supuesta adivinación de lo concerniente a una persona por las rayas de sus manos …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”